Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πλήρες όνομα | Ρομάριο ντε Σόουζα Φαρία | |||||||||||||||||||||
Ημερ. γέννησης | 29 Ιανουαρίου 1966 | |||||||||||||||||||||
Τόπος γέννησης | Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία | |||||||||||||||||||||
Ύψος | 1,67 μ. | |||||||||||||||||||||
Θέση | Επιθετικός | |||||||||||||||||||||
Ομάδες νέων | ||||||||||||||||||||||
1979–1980 | Ολαρία | |||||||||||||||||||||
1981–1985 | Βάσκο ντα Γκάμα | |||||||||||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||||||||||
1985–1988 | Βάσκο ντα Γκάμα | 141 | (80) | |||||||||||||||||||
1988–1993 | Αϊντχόφεν | 109 | (98) | |||||||||||||||||||
1993–1995 | Μπαρτσελόνα | 46 | (34) | |||||||||||||||||||
1995–1996 | Φλαμένγκο | 59 | (60) | |||||||||||||||||||
1996–1996 | Βαλένθια | 5 | (4) | |||||||||||||||||||
1997 | Φλαμένγκο | 22 | (21) | |||||||||||||||||||
1997–1998 | Βαλένθια | 6 | (1) | |||||||||||||||||||
1998–1999 | Φλαμένγκο | 73 | (56) | |||||||||||||||||||
2000–2002 | Βάσκο ντα Γκάμα | 88 | (79) | |||||||||||||||||||
2002–2003 | Φλουμινένσε | 51 | (34) | |||||||||||||||||||
2003 | Αλ Σαντ | 3 | (0) | |||||||||||||||||||
2003–2004 | Φλουμινένσε | 22 | (11) | |||||||||||||||||||
2005–2006 | Βάσκο ντα Γκάμα | 50 | (35) | |||||||||||||||||||
2006 | Μαϊάμι | 25 | (19) | |||||||||||||||||||
2006–2007 | Άντελαϊντ Γιουνάιτεντ | 4 | (1) | |||||||||||||||||||
2007 | Βάσκο ντα Γκάμα | 15 | (13) | |||||||||||||||||||
2009 | Αμέρικα Ρίο ντε Τζανέιρο | 1 | (0) | |||||||||||||||||||
Σύνολο | 720 | (546) | ||||||||||||||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||||||||||
1985 | Βραζιλία K-20 | 11 | (11) | |||||||||||||||||||
1988 | Βραζιλία K-23 | 11 | (15) | |||||||||||||||||||
1987–2005 | Βραζιλία | 70 | (55) | |||||||||||||||||||
Προπονητική καριέρα | ||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | |||||||||||||||||||||
2007–2008 | Βάσκο ντα Γκάμα | |||||||||||||||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Ρομάριο ντε Σόουζα Φαρία (πορτογαλικά: Romário de Souza Faria, γεννήθηκε 29 Ιανουαρίου 1966) είναι Βραζιλιάνος πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής και πολιτικός, ο οποίος αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους επιθετικούς και δεινότερους σκόρερ όλων των εποχών.
Γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου του 1966 σε μια φτωχογειτονιά του Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. Τα πρώτα του βήματα τα έκανε στις αλάνες της γειτονιάς και το 1979 γίνεται μέλος στις Ακαδημίες της Ολαρία, όπου παρέμεινε για ένα χρόνο. Το 1981 έγινε μέλος των Ακαδημιών της Βάσκο ντα Γκάμα, ενός από τους μεγαλύτερους συλλόγους της Βραζιλίας εκείνη την περίοδο.
Το 1985 προωθήθηκε στην ομάδα των ανδρών της Βάσκο ντα Γκάμα, όπου το ταλέντο του αρχίζει να λάμπει. Στην πρώτη θητεία του στην ομάδα είχε 47 εμφανίσεις και πέτυχε 17 γκολ, ενώ ήταν δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος Καριόκα. Στη Βραζιλία άρχισαν να τον αποκαλούν Baixinho (κοντούλης) λόγω του μικρού μεγέθους του. Προσέλκυσε το ενδιαφέρον ομάδων από την Ευρώπη και έτσι το 1988 η Αϊντχόφεν τον οδηγεί να αλλάξει ήπειρο. Η μεταγραφή του έγινε με ποσό ρεκόρ για Βραζιλιάνο παίκτη στην Ευρώπη.
Στην Ολλανδία αγωνίστηκε για πέντε χρόνια, πετυχαίνοντας συνολικά 166 γκολ σε 175 εμφανίσεις, βοηθώντας έτσι την ομάδα του να πάρει τρία πρωταθλήματα, ενώ ο ίδιος ήταν τρεις φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος και δύο του Κυπέλλου. Ήταν ο πρώτος παίκτης που εισήχθη στο "Hall of Fame" της ομάδας. Δε διακρινόταν για την εργατικότητα μέσα στο γήπεδο, η εξωγηπεδική του ζωή ήταν άστατη, δε συνήθιζε να συμμετέχει στη δημιουργία ευκαιριών, αλλά ο ρυθμός με τον οποίο άγγιζε την μπάλα, η αλλαγή κατεύθυνσης, όλη του η κίνηση ήταν ακανόνιστη. Οι αντίπαλοι αμυντικοί, ακόμα και οι συμπαίκτες του στην επίθεση, δεν είχαν ιδέα τι θα κάνει, σε ποιον χρόνο και με ποια ταχύτητα. Τεχνίτης, συχνά σκόραρε ακουμπώντας τη μπάλα με την άκρη του ποδιού του και με άριστη αίσθηση του χώρου κατάφερνε να έχει τις καλύτερες θέσεις ακόμα και στις πιο σφιχτές άμυνες. Στις απ' ευθείας αναμετρήσεις με τους τερματοφύλακες ήταν πάντα ο νικητής.
Το 1993 ο Γιόχαν Κρόιφ έχει στην ομάδα μερικούς από τους καλύτερος παίκτες του κόσμου, καθώς η Μπαρτσελόνα είχε στη σύνθεσή της τους Χρίστο Στόιτσκοφ, Ζοζέπ Γκουαρδιόλα, Μίκαελ Λάουντρουπ, Ρόναλντ Κούμαν και μέσα σε αυτούς προστέθηκε και ο Ρομάριο. Στην πρώτη χρονιά στην Μπαρτσελόνα πέτυχε 30 γκολ σε 33 παιχνίδια πρωταθλήματος αναδεικνυόμενος πρώτος σκόρερ. Ανάμεσα σε αυτά και ένα χατ τρικ στη συντριβή επί της Ρεάλ Μαδρίτης τον Ιανουάριο του 1994 με 5–0. Όμως, στη σημαντικότερη στιγμή με την ομάδα της Βαρκελώνης, τον τελικό του ΟΥΕΦΑ Τσάμπιονς Λιγκ του 1994, αυτός και η ομάδα βουλιάζουν στον τελικό της Αθήνας απέναντι στη Μίλαν (0–4).
Τη σεζόν 1995–96 επιστρέφει στη Βραζιλία και τη Φλαμένγκο και σχημάτισε τη λεγόμενη «επίθεση των ονείρων», με τους Σάβιο και Έντμουντο. Ωστόσο, το τρίο κατέληξε να μη λειτουργεί και από το 1996 έως το 1999 δύο φορές πηγαινοέρχεται από τη Βαλένθια, όπου προβλήματα τραυματισμών δεν του επιτρέπουν μια επιτυχημένη πορεία.
Το 1999 μέχρι το 2002 είναι η δεύτερη θητεία του στη Βάσκο ντα Γκάμα, εκείνη την περίοδο κάνει εξαιρετικές εμφανίσεις και βοηθάει πολύ την ομάδα να εκπληρώσει τους στόχους της, ενώ ο ίδιος είναι πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος Βραζιλίας το 2000 και το 2001. Το ημερολογιακό έτος 2000 σημείωσε 73 τέρματα σε ισάριθμους επίσημους αγώνες με σύλλογο και εθνική ομάδα και ήταν πρώτος στον κόσμο, και την ίδια χρονιά ψηφίστηκε καλύτερος ποδοσφαιριστής της χρονιάς στη Νότια Αμερική.
Από το 2002 έως το 2004 αγωνίζεται στη Φλουμινένσε με ένα μικρό διάλειμμα τριών μηνών για να πάει στο Κατάρ και την Αλ Σαντ. Εκείνη την περίοδο κάνει ότι μπορεί για να κληθεί στη Βραζιλία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, όμως το ότι ήταν 36 χρονών ανάγκασε τον ομοσπονδιακό προπονητή Φελίπε Σκολάρι να μην τον καλέσει τελικά επικαλούμενος λόγους πειθαρχίας. Την αγωνιστική περίοδο 2005–06 αγωνίζεται για τρίτη φορά στη Βάσκο ντα Γκάμα και στα 39 του αναδεικνύεται για τρίτη φορά κορυφαίος σκόρερ στη Βραζιλία. Το 2006 πηγαίνει στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στη Μαϊάμι ΦΚ (για 25 εμφανίσεις) και στη συνέχεια στην Αυστραλία και την Άντελαϊντ Γιουνάιτεντ (για τέσσερις εμφανίσεις). Το 2007 επέστρεψε και αγωνίστηκε για άλλη μια φορά στη Βάσκο ντα Γκάμα, σε ηλικία 41 ετών. Το Δεκέμβριο του 2007 βρίσκεται θετικός σε ντόπινγκ τεστ και στις αρχές του 2008 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Κλείνοντας την καριέρα του ήταν δεύτερος σκόρερ στην ιστορία του εθνικού πρωταθλήματος Βραζιλίας πρώτης κατηγορίας με 154 τέρματα και τέταρτος στο σύνολο εθνικών και πολιτειακών πρωταθλημάτων πρώτης κατηγορίας με 387 γκολ. Επανήλθε το 2009 με την Αμέρικα Ρίο ντε Τζανέιρο, ομάδα στην οποία είχε αγωνιστεί ο πατέρας του, συμμετέχοντας για 22 λεπτά σε αγώνα για το Καμπεονάτο Καριόκα που έδωσε στην ομάδα το δεύτερο τίτλο της, αν και δεν σκόραρε. Συνολικά για τους συλλόγους που αγωνίστηκε σημείωσε 546 γκολ πρωταθλήματος σύμφωνα με τη RSSSF (σε όλα τα επίπεδα), γεγονός που τον κατατάσσει ως έβδομο σκόρερ όλων των εποχών των εθνικών πρωταθλημάτων. Σύμφωνα με την IFFHS, τα 544 από αυτά είναι σε αγώνες πρωταθλήματος πρώτης κατηγορίας (ή ανάλογου επιπέδου) κατατασσόμενος τρίτος όλων των εποχών πίσω από τους Πελέ και Άμπε Λένστρα. Η IFFHS επίσης έχει αναγνωρίσει 11 τίτλους πρώτου σκόρερ πρωταθλήματος, δεύτερος όλων των εποχών πίσω από το Γιόζεφ Μπίτσαν.
Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με την Εθνική Βραζιλίας στις 23 Μαΐου του 1987 στο Δουβλίνο απέναντι στην Ιρλανδία. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο με την ολυμπιακή ομάδα της Βραζιλίας, ενώ ο ίδιος ήταν πρώτος σκόρερ του τουρνουά με επτά γκολ σε έξι αγώνες. Στον τελικό με τη Σοβιετική Ένωση σημείωσε ένα από τα ωραιότερα γκολ στην ιστορία των διοργανώσεων των τελευταίων δεκαετιών, που όμως δεν ήταν αρκετό για τη νίκη (επικράτηση των Σοβιετικών με 2–1). Επίσης, επιλέχθηκε ως καλύτερος παίκτης και στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης. Το 1989 κατέκτησε με τη Βραζιλία το Κόπα Αμέρικα, σημειώνοντας το μοναδικό γκολ του τελικού απέναντι στην Ουρουγουάη.
Πήρε μέρος σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα, σε αυτό του 1990, όπου αγωνίστηκε μόνο για 66 λεπτά στον αγώνα απέναντι στη Σκωτία, και σε αυτό του 1994, όπου ήταν βασικό στέλεχος της Εθνικής Βραζιλίας για την κατάκτηση του τίτλου. Στη διοργάνωση του 1994 που διεξήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάστηκε με τον Μπεμπέτο για να οδηγήσει τη χώρα του στον τέταρτο τίτλο. Οι σχέσεις των δύο παικτών πριν τη διοργάνωση δεν ήταν καλές αλλά η συνεργασία τους κορυφώθηκε στη νίκη στα προημιτελικά επί της Ολλανδίας, στην οποία ο Ρομάριο άνοιξε το σκορ από την έξυπνη ασίστ του Μπεμπέτο, προτού ο πρώτος αφήσει τη μπάλα να περάσει για να διπλασιάσει ο δεύτερος το προβάδισμα της Βραζιλίας. Ακολούθησε η διάσημη κίνηση εορτασμού που παρουσιάστηκε σε εκείνο τον αγώνα, με το Ρομάριο να αφιερώνει στον νεογέννητο γιο του συμπαίκτη του. Το δίδυμο είχε ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα: έπαιξαν 23 αγώνες μαζί και δεν έχασαν ούτε μία φορά (17 νίκες, έξι ισοπαλίες). Σημείωσαν 33 γκολ μαζί σε αυτούς τους αγώνες, συμπεριλαμβανομένων οκτώ στη διοργάνωση. Ο Ρομάριο πέτυχε πέντε γκολ στη διοργάνωση, ένα σε κάθε έναν από τους τρεις αγώνες του πρώτου γύρου, εναντίον της Ρωσίας, του Καμερούν και ένα κατά της Σουηδίας. Σκόραρε το μοναδικό γκολ του ημιτελικού με αντίπαλο τη Σουηδία, το τελευταίο με κεφαλιά. Παρόλο που δε σκόραρε στον τελικό στο Λος Άντζελες απέναντι στην Ιταλία, παρά τις κάποιες ευκαιρίες που έχασε σε ένα παιχνίδι που έγινε σε αρκετή ζέστη τελειώνοντας με λευκή ισοπαλία (για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού, και με ανάλογη ποιότητα), ευστόχησε στο δεύτερο πέναλτι της Βραζιλίας, που έληξε με νίκη με 3–2 για την εθνική του ομάδα. Κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως ο πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης και επιλέχθηκε στην καλύτερη ομάδα του Κυπέλλου. Είναι ο τελευταίος παίκτης που κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα και το Παγκόσμιο Κύπελλο στην ίδια διοργάνωση. Το 1994 ψηφίστηκε Παίκτης της Χρονιάς 1994 της FIFA. Τέλος, επελέγη από τη γαλλική L'Équipe ως αθλητής / αθλήτρια της χρονιάς όλων των αθλημάτων (Champion des champions de L'Équipe) για το 1994, ένας από τους πέντε μόνο ποδοσφαιριστές που έχουν πετύχει κάτι τέτοιο από το 1980 που δημιουργήθηκε ο θεσμός. Το διάστημα 1993–96 η αλληλουχία των εξαιρετικών εμφανίσεων, των τίτλων και της κατάρριψης του ρεκόρ αήττητων αγώνων τέσσερων δεκαετιών της Ουγγαρίας της δεκαετίας του 1950 δίνει το χαρακτηρισμό της εθνικής Βραζιλίας των 35 αήττητων αγώνων ως μία από τις καλύτερες εθνικές ομάδες όλων των εποχών σε σειρά ετών.
Με την ανάδειξη του Ρονάλντο συνέθεσαν ένα εξαίσιο δίδυμο στην επίθεση της εθνικής που πρωταγωνίστησε "βομβαρδίζοντας" τις άμυνες μέχρι το τέλος του αιώνα και κερδίζοντας το Κόπα Αμέρικα και το Κύπελλο Συνομοσπονδιών το 1997. Οι δυο τους σημείωσαν 34 γκολ κατά τη διάρκεια εκείνου του ημερολογιακού έτους. Το 1998 ένας τραυματισμός στο μηρό δεν επέτρεψε στο Ρομάριο τη συμμετοχή του στο Παγκόσμιο Κύπελλο εκείνης της χρονιάς. Η Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου Βραζιλίας αναγνωρίζει 74 επίσημες εμφανίσεις με την εθνική ομάδα και 56 γκολ, ενώ με την Ολυμπιακή ομάδα 11 συμμετοχές και 15 γκολ. Η FIFA και η RSSSF αναγνωρίζουν 70 αγώνες και 55 τέρματα. Το τελευταίο του διεθνές παιχνίδι το έκανε στις 28 Απριλίου 2005 με αντίπαλο τη Γουατεμάλα.
Ένα κίνητρο που έκανε τον Ρομάριο να αγωνίζεται μέχρι τα 41 του χρόνια ήταν για να καταφέρει να πετύχει 1.000 γκολ σε όλη του την καριέρα. Τελικά, αυτό φαίνεται ότι το κατάφερε στις 20 Μαΐου του 2007 με πέναλτι στον αγώνα Βάσκο Ντα Γκάμα - Σπορτ Ρεσίφε (σκορ: 3–1). Τουλάχιστον 70 τέρματα έχουν σημειωθεί κατά τη διάρκεια του ερασιτεχνικού τμήματος της καριέρας του. Η RSSSF (Rec. Sport.Soccer Statistics Foundation) αναγνωρίζει 1.002 σε 1.209 παιχνίδια, ενώ σε επίσημους αγώνες έχει 785 τέρματα σε 1.003 συναντήσεις, τοποθετούμενος 10ος σκόρερ στην παγκόσμια ιστορία στους επίσημους αγώνες.
Το 2004 συμπεριλήφθηκε στη λίστα FIFA 100, ενώ το 2014 εισήχθη στη Διεθνή Αίθουσα Φήμης του ποδοσφαίρου στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο στο Μεξικό.
Ο Ρομάριο ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα το 2010, όταν εξελέγη βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βραζιλίας. Στη συνέχεια εξελέγη γερουσιαστής στην πολιτεία του Ρίο το 2014 και το 2022. Το 2017 άλλαξε κόμμα για τους Ποντέμος και το 2021 εντάχθηκε στο Φιλελεύθερο Κόμμα.
Ομάδα | Περίοδος | Επίσημοι αγώνες |
Φιλικοί αγώνες |
Σύνολο | |||
---|---|---|---|---|---|---|---|
αγώνες | γκολ | αγώνες | γκολ | αγώνες | γκολ | ||
ΚΡ Βάσκο ντα Γκάμα | 1985—1988 | 142 | 80 | 58 | 49 | 200 | 129 |
ΠΣΦ Αϊντχόφεν | 1988—1993 | 148 | 128 | 27 | 38 | 175 | 166 |
Μπαρτσελόνα | 1993—1995 | 66 | 39 | 18 | 14 | 84 | 53 |
Φλαμένγκο | 1995—1999 | 215 | 187 | 26 | 18 | 241 | 205 |
Βαλένθια ΚΦ | 1996—1997 | 12 | 6 | 9 | 9 | 21 | 15 |
ΚΡ Βάσκο ντα Γκάμα | 1999—2002 | 136 | 131 | 6 | 6 | 142 | 137 |
Φλουμινένσε | 2002—2004 | 76 | 47 | 13 | 15 | 89 | 62 |
Αλ Σαντ | 2003 | 3 | 0 | - | - | 3 | 0 |
ΚΡ Βάσκο ντα Γκάμα | 2005—2006 | 56 | 41 | 13 | 19 | 69 | 60 |
Μαϊάμι ΦΚ | 2006 | 26 | 19 | 3 | 3 | 29 | 22 |
Αντελάιντ Γιουνάιτεντ | 2006 | 4 | 1 | - | - | 4 | 1 |
ΚΡ Βάσκο ντα Γκάμα | 2007 | 19 | 15 | - | - | 19 | 15 |
Αμέρικα Ρίο ντε Τζανέιρο | 2009 | 1 | 0 | 5 | 2 | 6 | 2 |
Βραζιλία Κ-20 | 1985 | 11 | 11 | - | - | 11 | 11 |
Εθνική Βραζιλίας | 1987—2005 | 80 | 68 | 6 | 9 | 86 | 77 |
Επίλεκτη Ρίο Κ-20 | 1984 | 1 | 0 | 3 | 1 | 4 | 1 |
Επίλεκτη Ρίο | 1987, 2004 | 3 | 3 | - | - | 3 | 3 |
Αγώνες «επωφελείς» | 1994—2016 | 2 | 3 | 20 | 35 | 22 | 38 |
Βραζιλία βετεράνοι | 2007 | 2 | 5 | - | - | 2 | 5 |
Σύνολα | 1.002 | 784 | 207 | 218 | 1.209 | 1.002 |
Πηγή: RSSSF - Romario (2022)
Βάσκο ντα Γκάμα
Αϊντχόφεν
Μπαρτσελόνα
Φλαμένγκο
Αλ-Σαντ
Αμέρικα Ρίο
Βραζιλία ομάδες νέων
Βραζιλία
|